λιβηρός

λιβηρός
λιβηρός, -ά, -όν (Α)
υγρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *λιψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ηχ-ηρός, μοχθηρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιβηρήν — λιβηρός fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβηρῷ — λιβηρός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”